διασπαστικός

διασπαστικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που είναι ικανός για διάσπαση: Δυστυχώς, υπάρχουν πολλές διασπαστικές τάσεις στην ομοσπονδία μας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διασπαστικός — ή, ό αυτός που προκαλεί διάσπαση ή αναφέρεται σ αυτήν …   Dictionary of Greek

  • χωριστικός — ή, ό / χωριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χωριστός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρισμό ή ο κατάλληλος για χωρισμό νεοελλ. ο υπαίτιος χωρισμού, αυτός που συντελεί στον χωρισμό, διασπαστικός («χωριστικό κίνημα» πολιτικό και στρατιωτικό κίνημα που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”